φακτιωνάριος

φακτιωνάριος
ὁ, ΜΑ, και φακτονάριος Μ, και φακτιωνάρης Α
αρχηγός φατρίας ιπποδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factiōnārius «αρχηγός αρματηλατών στον ιππόδρομο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φάκτωρ — ορος, ὁ, Α φακτιωνάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λατ. factor, oris, «δημιουργός» (< facio)] …   Dictionary of Greek

  • φακτιωνάρης — ὁ, Α βλ. φακτιωνάριος …   Dictionary of Greek

  • φακτονάριος — ὁ, Μ βλ. φακτιωνάριος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”